- νεόθλιπτος
- νεόθλιπτος, -ον (ΑΜ)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ νεόθλιπτοννέο κρασί, γλεύκοςαρχ.(για σταφύλια) αυτός που υπέστη σύνθλιψη πρόσφατα, νεοστιμμένος («νεόθλιπτα στέμφυλα», Διόσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -θλιπτος (< θλίβω), πρβλ. ά-θλιπτος].
Dictionary of Greek. 2013.